Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
Τουραχάν μπέης — Τούρκος στρατηγός. Έζησε τον 15o αι. Ο T., για τον οποίο λέγεται ότι ήταν ελληνικής καταγωγής, έδρασε στα χρόνια των σουλτάνων Μουράτ B’ και Μωάμεθ B’ και αρχικά υπηρέτησε ως διοικητής των Βοδενών. Το 1421, πήρε εντολή από τον φιλοπόλεμο Μουράτ… … Dictionary of Greek
Αλιμνιώνατζης, Σαΐτ Μουσταφά — Τούρκος που πολέμησε με τους Έλληνες στην Επανάσταση του 1821. Είχε αιχμαλωτιστεί στη διάρκεια του Αγώνα από τον Ανδρέα Σωτηρίου, αλλά ζήτησε να αγωνιστεί υπέρ των Ελλήνων και πολέμησε ως ναύτης στο πλοίο Ασπασία έως το 1828 … Dictionary of Greek
Κεμάλ Μουσταφά — Τούρκος πολιτικός. Βλ. λ. Ατατούρκ, Κεμάλ Μουσταφά … Dictionary of Greek
Μπεγάκης, Μεχμέτ — Τούρκος πολεμιστής. Καταγόταν από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Στην Επανάσταση του 1821, επικεφαλής άρτια εξοπλισμένου σώματος Τούρκων, πολέμησε εναντίον των Ελλήνων. Σκοτώθηκε από τους επαναστάτες σε κάποια μάχη, η οποία έγινε στη θέση Μοναχή Ελιά … Dictionary of Greek
Σιλόκος, Μεχμέτ Εμίν — Τούρκος ναύαρχος (16ος αι.). Πήρε μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) ως διοικητής της μιας από τις τρεις μοίρες του τουρκικού στόλου. Στη διάρκεια της σύγκρουσης, κυριεύτηκε η ναυαρχίδα του από Έλληνες μαχητές και ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος … Dictionary of Greek
Ταλαάτ — Τούρκος πολιτικός, ένας από τους ηγέτες του νεοτουρκικού κόμματος Ένωση και Πρόοδος (1874 1921). Γεννήθηκε στην Ανδριανούπολη από πολύ φτωχούς γονείς. Εργάστηκε ως υπάλληλος ταχυδρομείου και το 1908 υπηρέτησε ως τηλεγραφητής στη Θεσσαλονίκη, όπου … Dictionary of Greek
Τζιβιτζής, Χουσεΐν — Τούρκος της Κρήτης, ονομαστός για τη θηριωδία του. Έδρασε στο Aμάρι. Κόμπαζε, ότι είχε σκοτώσει περισσότερους από 100 χριστιανούς, ανάμεσα στους οποίους και τον οπλαρχηγό Πωλέντα. Ο T., που ήταν ακόλαστος και μέθυσος, σκοτώθηκε σε ενέδρα… … Dictionary of Greek
Χαλέτ εφέντης — Τούρκος πολιτικός, ευνοούμενος και έμπιστος του σουλτάνου Μαχμούτ B’. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τις πρώτες ημέρες της Ελληνικής Επανάστασης. Μπήκε από πολύ νέος στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης ως ιδιαίτερος γραμματέας του σφραγιδοφύλακα του … Dictionary of Greek
Χασεκής, Χατζή - Αλή - αγάς — Τούρκος βοεβόδας της Αθήνας (1775–95). Αναφέρεται για την τυραννική διακυβέρνησή του και την πλεονεξία του. Ο X. άρπαξε κτήματα και περιουσίες και συμπεριφερόταν στους Έλληνες με ωμότητα. Παρά το γεγονός αυτό, προστάτεψε την Αθήνα από τις… … Dictionary of Greek